κολύμβου

κολύμβου
κολύμβου (Μ)
επίρρ. βλ. κολύμπου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κολύμβου — κόλυμβος *Mens. masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολύμπου — (Μ κολύμβου) (επίρρ,) κολυμπώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολύμβου, γεν. τού κόλυμβος με επιρρμ. χρήση (πρβλ. τού κάκου)] …   Dictionary of Greek

  • κόλυμβος — (Colymbus). Γένος μεμβρανοπόδων πτηνών της οικογένειας των κολυμβιδών, της τάξης των γαβιομόρφων. Τα πουλιά αυτά, γνωστά ως κολίμπριβουταναριές, είναι επιδέξιοι βουτηχτές και κολυμπούν με ευκολία στο νερό, ακόμα και κάτω από την επιφάνειά του.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”